Ο Κώστας Γλιάτας γεννήθηκε στη Χώρα Μεσσηνίας το 1909 και θέλοντας να εκφραστεί καλλιτεχνικά, σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί δεν βρήκε όμως αυτό που επιζητούσε και συνέχισε ακολουθώντας το ταλέντο του. Βέβαια το καλλιτεχνικό προφίλ του επηρεάστηκε από το ύφος της εποχής, τον μεγάλο Φώτη Κόντογλου αλλά και τον εξάδελφό του, επίσης ζωγράφο και αγιογράφο, Γεώργιο Γλιάτα, που ήταν βοηθός και πιστός συνεργάτης του Κόντογλου.
Ο Κώστας Γλιάτας ήταν κυρίως παραστατικός αλλά όχι λαϊκός ή απλοϊκός (naif) ζωγράφος, τοπιογράφος αλλά και αγιογράφος. Το έργο του, που είναι αποτέλεσμα της έμπνευσής του από τη λαϊκή αλλά και τη βυζαντινή ζωγραφική, αποτελούν αυτοτελή έργα. Συνολικά η εικαστική πρόταση του Κώστα Γλιάτα καταγράφεται μέσα από ειδυλλιακά τοπία, εντυπωσιακές θαλασσογραφίες αλλά και σκηνές της καθημερινής ζωής, προσωπογραφίες με «ζωντανά» πρόσωπα και αγιογραφίες. Τα ιστορικά θέματά του έχουν τη δική του οπτική και δεν ακολουθούν προηγούμενες απεικονίσεις. Οι νεκρές φύσεις του είναι «ήσυχες», χωρίς επιτηδεύσεις, τόσο που μπορείς να τις χαρακτηρίσεις ως ένα αυτούσιο κομμάτι της φύσης. Οι θαλασσογραφίες του με μια σειρά έργων του, με ιστιοφόρα ή και βάρκες σε ταραγμένη ή ήρεμη θάλασσα, μπορεί να ερμηνευθεί ως μια ισχυρή ανάμνηση που κυριαρχεί στη σκέψη του. Στις αγιογραφίες του, ο Κώστας Γλιάτας εμπνευσμένος από τη βυζαντινή και λαϊκή ζωγραφική, φιλοτεχνεί το θέμα του προσδίδοντάς του μία υπερβατική διάσταση που συνήθως αναδύεται από χρυσό φόντο.
Πολύ αγαπημένο θέμα του αποτελούν οι νεκρές φύσεις με λουλούδια. Εκεί ο Κώστας Γλιάτας τα προσεγγίζει με λεπτότητα και τα απεικονίζει εύθραυστα μπροστά μας με φωτεινές πινελιές, που αποδίδουν τη σύνθεση με ρεαλισμό. Αυτά τα άνθη στα βάζα, είναι ένα κομμάτι της ίδιας της φύσης που έρχεται στο τελάρο του ζωγράφου χωρίς πλεονασμούς.
Ζωγραφίζοντας ο Κώστας Γλιάτας ένιωθε πάντα τοπιογράφος και στους πίνακές του απεικόνισε τους τόπους της παιδικής του ηλικίας, στη Χώρα. Η επιλογή του να παρουσιάσει στον καμβά του το φυσικό τοπίο, χωρίς την ανθρώπινη παρουσία, δείχνει τη γοητεία που άσκησε πάνω του η στιβαρότητα και η δύναμη του φωτός και του χρώματος. Στα έργα του, τα θέματά του που διακρίνονται για την καθαρότητα και την απλότητα στη γραμμή, ο ζωγράφος προτείνει δικές του στυλιστικές απόψεις, που πάντοτε τις φιλτράρει μέσα από τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Σε κάποια στιγμή ο Κώστας Γλιάτας ακροβατεί μεταξύ του ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Στο ημιτελές έργο του, «Γυναίκες που θερίζουν» είναι εμφανής η σπουδή και ο επηρεασμός του από τη δυτική ζωγραφική και ειδικότερα τον ρεαλιστή ζωγράφο Μιλέ (Jean-François Millet, 1814-1875). Εκτός από τον Μιλέ, ο Κώστας Γλιάτας φαίνεται ότι επηρεάστηκε και από τον Βαν Γκογκ, αλλά και από τον Εντουάρ Μανέ και το «Απολαυστικό Κρασοπότηρό» του. Ο Κώστας Γλιάτας έχοντας στο μυαλό του τον Μανέ, δίνει τη δική του καλλιτεχνική άποψη στο θέμα του κρασοπότηρου.
Στο έργο του με θέμα «Φουρνίζοντας το ψωμί», η γυναίκα φαίνεται να έχει απεικονιστεί ως μια προσωπογραφία της Παναγίας. Το πρόσωπό της, έχει αποδοθεί με τις ίδιες σχεδιαστικές και χρωματικές επιλογές και εμφανίζεται με τα απόκοσμα βυζαντινά πρότυπα της μορφής της Θεοτόκου.
Ο Κώστας Γλιάτας αγιογράφησε σε πολλούς ναούς της Αθήνας αλλά και της Τριφυλίας, στα Φιλιατρά, τους Γαργαλιάνους και βέβαια στον τόπο της καταγωγής και κατοικίας του, τη Χώρα. Εκεί έχει αγιογραφήσει στον Ναό του Αγίου Νικολάου, καθώς και τουλάχιστον μία φορητή εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο ναΐδριο του Αγίου Κωνσταντίνου. Έργα του Κώστα Γλιάτα βρίσκονται, στο Ζάππειο Μέγαρο, στον Ναό του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων, στον Δήμο Λειβαδιάς, στο Κεντρικό Ταχυδρομείο, στην Πινακοθήκη της Άμφισσας, στον Δήμο Ναυπλιέων, σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, στην Πινακοθήκη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ κ.α.
Μεγάλο μέρος του έργου του αλλά και το σπίτι του στη Χώρα, ο Κώστας Γλιάτας το κληροδότησε στον Δήμο της καταγωγής του. Αυτό το μεγάλο διπλό, διώροφο κτήριο, που αποτελείται από τέσσερις ξεχωριστούς χώρους, διαμερίσματα, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ενιαίο, τουλάχιστον ως μια αξιόλογη Δημοτική Πινακοθήκη. Όμως, μόνο ένα μικρό μέρος του ισογείου του ονομάστηκε «Πινακοθήκη Κ. Γλιάτα», που κι αυτή όμως παραμένει κλειστή. Τα έργα του Χωραΐτη καλλιτέχνη περιμένουν, στοιβαγμένα και ασυντήρητα, να πάρουν τη θέση τους στον χώρο του δημιουργού τους. Ο άλλος μεγαλύτερος ισόγειος χώρος του κτηρίου, με τον βαρύγδουπο τίτλο «Δήμος Νέστορος - Πνευματικό Κέντρο», παραμένει επίσης αχρησιμοποίητος και κλειστός. Τα δυο διαμερίσματα του ορόφου έχουν παραχωρηθεί από τον Δήμο Πύλου-Νέστορος για τη δωρεάν στέγαση «υποχρεώσεών» του.
Ενδεχομένως το πνεύμα του διαθέτη είχε όμως άλλον, σαφώς πολιτιστικό σκοπό. Και αν κάποιος ήθελε, θα μπορούσε ενοικιάζοντας τα δυο διαμερίσματα του ορόφου, να «φέρει» έσοδα για τη συντήρηση και λειτουργία μιας ενιαίας Δημοτικής Πινακοθήκης στο ισόγειο του κτηρίου. Άλλωστε, στη Χώρα υπάρχουν άλλοι χώροι που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε λαμπρά κέντρα πολιτισμού. Για παράδειγμα το εγκαταλελειμμένο σήμερα κτήριο του ΟΤΕ, λίγο πιο πάνω από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Μια καλή συμφωνία θα ήταν η παραχώρησή του στον Δήμο, στο πλάισιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) του ΟΤΕ, κάτι που ασφαλώς θα συμβάλλει στην κοινωνική ανάπτυξη και αλληλεγγύη μέσα από τη διαμόρφωση σχέσεων εμπιστοσύνης με την τοπική κοινωνία αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Ο Κώστας Γλιάτας πέθανε το 1994, σε ηλικία 85 ετών. Το έργο του περιμένει την άμεση ανάδειξη στον τόπο του.
