Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου 2025 09:32

O Γιάννης Ξανθούλης στην "Ε": «Ανέκαθεν ήμουν Αθηνολάτρης, όσα πράγματα με ενδιέφεραν συνέβαιναν στην πρωτεύουσα»

Γράφτηκε από την

O Γιάννης Ξανθούλης στην "Ε": «Ανέκαθεν ήμουν Αθηνολάτρης, όσα πράγματα με ενδιέφεραν συνέβαιναν στην πρωτεύουσα»

«Η Αλωση των Αθηνών από τις αδελφές Γαργάρα» είναι ένα μυθιστόρημα που σε κάνει να γελάσεις, να συγκινηθείς και να σκεφτείς ταυτόχρονα. Κωμωδία, ψυχογράφημα, ιστορική έρευνα και προσωπική εξομολόγηση συνυπάρχουν σε μια μοναδική αφήγηση που εκτυλίσσεται στη μετάβαση από τη δεκαετία του ’50 στη δεκαετία του ’60.

Οπως εξηγεί ο Γιάννης Ξανθούλης, πολλά γεγονότα και στοιχεία, αλλά και η βορειοελλαδίτικη ατμόσφαιρα των μεταπολεμικών χρόνων, βρίσκουν θέση στο μυθιστόρημα, συνυφασμένα με προσωπικά βιώματα. «Ολα τα βιβλία μου περιέχουν προσωπικά στοιχεία. Γράφοντας, θέλω πάντα να είμαι ένα είδος φιλικού παρατηρητή με αόρατη ενεργό δράση στην ιστορία που ξεδιπλώνω», λέει χαρακτηριστικά. Με αφετηρία μια φωτογραφία παιδιών μεταναστών και αναμνήσεις των μεταπολεμικών χρόνων, δημιουργεί μια αφήγηση όπου οι ήρωες αντικατοπτρίζουν την κοινωνία, αλλά και τον δικό μας εαυτό. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα».

Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου

Πόσο προσωπικό είναι το υλικό του βιβλίου; Υπάρχουν στοιχεία από πραγματικά πρόσωπα/γεγονότα ή πρόκειται αποκλειστικά για μυθοπλασία;

Πολλά πράγματα, γεγονότα, βορειοελλαδίτικη ατμόσφαιρα των μεταπολεμικών χρόνων και επιμέρους λεπτομέρειες, που ακόμη θεωρώ σημαντικές, ναι, βρίσκουν τη θέση τους σε ένα μυθιστόρημα, όπως «Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα». Όλα τα βιβλία μου περιέχουν προσωπικά στοιχεία καμιά φορά με εμμονικό τρόπο. Εξάλλου, γράφοντας, πάντα θέλω να είμαι ένα είδος φιλικού παρατηρητή με αόρατη ενεργό δράση στην ιστορία που ξεδιπλώνω.

Τι σας ώθησε να συνδυάσετε το κωμικό με το δραματικό, γιατί αυτό το «αστεία δραματικό» ύφος;

Είναι κυρίως ο τρόπος που σκέφτομαι. Είναι η άποψη που έχω για μια δραματική κατάσταση αφού την ίδια στιγμή τη φωτίζω από την αθέατη -αθέατη για τους άλλους- αστεία πλευρά. Πιστεύω πως σε όλη μας τη ζωή, ακόμη και σε ακραίες δραματικές καταστάσεις, υπάρχει έντονα και ο παράγων «αστείο». Σε ένα μυθιστόρημα βέβαια αυτή η χημική εξίσωση γίνεται πιο μεθοδικά.

Ποια από τις «Αδερφές Γαργάρα» ήταν για εσάς πιο δύσκολη ή πιο αγαπημένη να την αποδώσετε; Γιατί;

Τα κορίτσια είναι δύο. Η Φιλοθέη, η μεγαλύτερη και πιο συνειδητοποιημένη, και η Μαγιοπούλα, που παραπαίει ανάμεσα στην πρόκληση της εφηβείας και στις φαντασιώσεις περί Αθηνών της Φιλοθέης. Η Μαγιοπούλα, με την προβληματική αλλά γήινη προσωπικότητα, νομίζω πως με δυσκόλεψε περισσότερο.

Η φωτογραφία από το National Geographic που χρησιμοποιήσατε ως αφετηρία, πώς σας ενέπνευσε και οδήγησε στη δημιουργία των αδελφών Γαργάρα;

Πριν από σαράντα χρόνια είχα εντοπίσει στο National Geographic τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Το δραματικό μικρομέγαλο ύφος των δύο κοριτσιών ήξερα πως κάποτε θα με απασχολούσε. Πρόκειται για κοριτσάκια μεταναστών στην Αυστραλία φωτογραφημένα για το περιοδικό από Αμερικάνα φωτογράφο. Περισσότερα δεν γνωρίζω. Αλλωστε τώρα πια τις θεωρώ συγγενείς μου…

Νιώθετε πράγματι ως «μετανάστης» στην Αθήνα; Τι σημαίνει για εσάς αυτή η ταυτότητα σε σχέση με το μυθιστόρημα;

Στην Αθήνα βρέθηκα σαν θαυμαστής-μετανάστης. Ανέκαθεν ήμουν αθηνολάτρης αφού όσα πράγματα με ενδιέφεραν συνέβαιναν στην πρωτεύουσα. Θέατρο, βιβλία, εφημερίδες, πλήθος ελεγειακών τραγουδιών για τις ομορφιές της κ.λπ. Βέβαια την Αθήνα δεν την αγάπησα ούτε για την Ακρόπολη ούτε για τον Λυκαβηττό, αλλά γιατί ένιωθα ότι εκπροσωπεί κάτι πολύ πιο ένοχα ουσιώδες και σκοτεινό.

Πώς επιλέξατε τη Ροδόσταμη και την οικογένεια Γαργάρα ως σύμβολα για την ελληνική κοινωνία εκείνης της εποχής;

Η εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία είναι η μετάβαση από τη δεκαετία του πενήντα, σε εκείνη του εξήντα. Στην πολυδιαφημισμένη  μέχρι σήμερα δεκαετία του εξήντα που άλλαξαν πολλά παγκοσμίως. Η πόλη που ζουν οι Γαργάρες είναι μια χερσαία βόρεια πολιτεία με μοναδικό προσόν την καλλιέργεια εξαιρετικών τριαντάφυλλων κατάλληλων για να διευκολύνουν τα δύστροπα έντερα. Γι’ αυτό και ανέπτυξε έναν ιδιότυπο «Αφοδευτικό τουρισμό». Από εκεί και πέρα χρησιμοποιώ στοιχεία της σάτιρας για να υπογραμμίσω μάλλον διαχρονικές ελληνικές παθογένειες.

Η Φιλοθέη και η Μαγιοπούλα έχουν έντονη επιθυμία για την απόδραση στην Αθήνα. Είναι ένας συμβολισμός της ανάγκης για όνειρο;

Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και σε μένα. Ηθελα να αποδράσω και να απολαύσω το ρίσκο της απόδρασης. Στόχος η Αθήνα πάντα. Το Κλεινόν Αστυ. Αυτή μου η επιθυμία φαντάζομαι ότι υπήρχε και υπάρχει σε όλους τους νέους. Ίσως τώρα με τον αυτισμό της τεχνολογίας να έχει κάπως αμβλυνθεί, όμως οι άνθρωποι θα είναι πάντα το ίδιο δυνατοί, ευάλωτοι και φυσικά θα ονειρεύονται σε πείσμα της οποιασδήποτε τεχνητής νοημοσύνης και παραφροσύνης.

Ο τίτλος είναι σουρεαλιστικός και προκλητικά ελκυστικός. Πώς οδηγηθήκατε σε αυτόν τον τίτλο;

Με την «Αλωση» εμείς οι Ελληνες, και οι πιο ανιστόρητοι, έχουμε τραυματικές εμπειρίες. Η λέξη κρύβει μια φαντασμαγορική απειλή, ίσως και επιθετικότητα. Κάτι που, μέσα τον θλιβερό βιότοπο της οικογένειάς τους, διαθέτουν και οι αδερφές Γαργάρα.

Πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο του συγγραφέα σήμερα: σχολιαστής, καταγραφέας, ψυχαγωγός ή όλα μαζί;

Ο συγγραφέας δεν διδάσκει. Αφηγείται. Δεν χειραγωγεί, εκτός αν υποχρεώνεται από συγκεκριμένες ιδεολογικές του εκκρεμότητες. Αφηγείται ανάλογα με τις όποιες δυνατότητές του. Τα συμπεράσματα ανήκουν στον αναγνώστη. Κι αυτό το γνωρίζω καλά αφού πρωτίστως θεωρώ ότι είμαι αναγνώστης.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Είναι βέβαιο πως η Ροδόσταμη, κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας, δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Οι άνθρωποί της, όμως, πιθανότατα θυμίζουν γείτονες, συγγενείς, εραστές ή και τυχαίες γνωριμίες. Το έτος 1959 και η αναμονή του ξεχωριστού 1960, που εγκαινίαζε μια ζωηρή δεκαετία, ανέσυρε αναμνήσεις από γεγονότα που η Ιστορία κατέγραψε ως κοσμοϊστορικά, με τη συνδρομή επιστημόνων, ιστορικών ή καφενόβιων ρητόρων που κυκλοφορούν πάντα ανάμεσά μας, σαν αντιβίωση στην πλήξη. Μπορεί όμως να είμαστε κι εμείς φορείς ανάλογης αβάσταχτης σοβαρότητας ή και ελαφρότητας, όσο κι αν δεν το έχουμε εμπεδώσει, αφού ουδείς μάς το επισήμανε εγκαίρως… Η Ροδόσταμη, πάντως, συγκέντρωνε μια ενδιαφέρουσα ποικιλία από σωσίες των εαυτών μας. Οι αδελφές Γαργάρα, Φιλοθέη και Μαγιοπούλα, εκπαιδεύουν την αθωότητά τους αρχικά στην οικογενειακή αρένα και μετά ταξινομούν αλήθειες και ψευδαισθήσεις με σθένος ηρωικό και ευτράπελο. Οι δύο θυγατέρες του παλαιστή Ηρακλή Γαργάρα έγιναν έτσι αφορμή να γραφτεί ένα πόνημα θυελλωδών καταστάσεων – καιρικών, ψυχολογικών και άλλων. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι πρόκειται για συγγενικές του περσόνες ως προς την επιδίωξη απόδρασης σε μια Αθήνα έτοιμη να τις ανταμείψει με μυστικά τερατωδών αλλά ρομαντικών ρεφρέν, που υμνούσαν κάθε οξύμωρη προσδοκία ή ματαίωση. Κι αυτές, εύπιστες και απελπισμένες, επιδόθηκαν στο σπορ της Αλωσης, παραδομένες στα κέφια ενός εκτροχιασμένου χρόνου. Οσο για την εμμονή του συγγραφέα με τα έτη 1959 και 1960, αυτή, σύμφωνα με φήμες και σχόλια εμπειρογνωμόνων, οφείλεται στην ψυχωτική αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη – και την οποία, μάλλον, δεν ξεπέρασε ποτέ.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Εκτός από μυθιστορήματα έγραψε βιβλία και θεατρικά έργα για παιδιά, καθώς και θέατρο. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος (είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ) σε εφημερίδες και στο ραδιόφωνο. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα (1984), Το πεθαμένο λικέρ (1987), Το ροζ που δεν ξέχασα (1991), Η εποχή των καφέδων (1992), Το τρένο με τις φράουλες (1996), …Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες (1998), Ο Τούρκος στον κήπο (2001), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2003), Ο θείος Τάκης (2005), Του φιδιού το γάλα (2007), Κωνσταντινούπολη – των ασεβών μου φόβων (2008) και Δεσποινίς Πελαγία (2010). Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ζει στην Αθήνα.