Τετάρτη, 12 Νοεμβρίου 2025 19:00

Η Μαριλένα Παπαϊωάννου για τη συλλογή διηγημάτων «Δέκα εκατοστά»

Γράφτηκε από την

Η Μαριλένα Παπαϊωάννου για τη συλλογή διηγημάτων «Δέκα εκατοστά»

Με σπουδές στην Ελλάδα, τη Γενεύη και τη Νέα Υόρκη, η Μαριλένα Παπαϊωάννου επιμελείται και μεταφράζει επιστημονικά κείμενα, ενώ παράλληλα γράφει πεζογραφία. Η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της, «Δέκα εκατοστά» από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», ήταν η αφορμή για αυτή τη συζήτηση.

Μιλώντας στην «Ε», η συγγραφέας αποκαλύπτει το παρασκήνιο της νέας συλλογής, η οποία γεννήθηκε αργά και σχεδόν υπόγεια μέσα σε τρία χρόνια γραφής. Στο επίκεντρο βρίσκονται άνθρωποι που παλεύουν να φτάσουν «στο φως» – εκεί όπου για πολλούς το φως δεν είναι δεδομένο.

Η εμπειρία της στο εργαστήριο, λέει, της έμαθε να κόβει «τις σάλτσες», να εστιάζει στην ουσία, να είναι φειδωλή. Αυτό το «επιστημονικό βλέμμα» το κουβαλά και στη γραφή της.

Από το «Νικήτας Δέλτα» (2013) και το «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους» (2016) μέχρι το μυθιστόρημα «Ενα πιάτο λιγότερο» (2020), η πορεία της είναι σταθερή. Η νέα συλλογή, όμως, προέκυψε χωρίς προκαθορισμένο θεματικό άξονα. Μόνο αργότερα συνειδητοποίησε τη λεπτή κλωστή που ενώνει τα κείμενα: ανθρώπους που χρειάστηκε να φωτίσουν μόνοι τους τη ζωή τους.

Οι χαρακτήρες της -γυναίκες σε κρίση, νέοι, ναυτικοί, έφηβοι- δεν σχεδιάστηκαν. «Ηρθαν μόνοι τους», δηλώνει. Κάποιοι βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα, άλλοι σε μίξεις ιστοριών. Η «Θεία Δόμνα», για παράδειγμα, συνδυάζει δύο πραγματικές γυναίκες. Η «Βαθιά κατάψυξη» ξεκινά από πραγματικό περιστατικό σε αμερικανικό πανεπιστήμιο, προσαρμοσμένο στη μυθοπλασία. Το μωσαϊκό προέκυψε από την ποικιλία των βιωμάτων που συνάντησε αυτά τα τρία χρόνια.

Η Μαριλένα Παπαϊωάννου απορρίπτει την ιδέα της γραφής «για τον αναγνώστη». «Οποιος γράφει για να αρέσει, κάνει κάτι άλλο - όχι λογοτεχνία», σημειώνει. Η γραφή, για εκείνη, είναι εσωτερική επιταγή. Η αποδοχή του κοινού έρχεται αργότερα και δεν μπορεί να αποτελεί οδηγό.

Οσο για τη φόρμα, το διήγημα τη γοητεύει για την πυκνότητα και τον ρυθμό του. «Κάθε λέξη πρέπει να ζυγίζεται», αναφέρει χαρακτηριστικά. Το διάβασμα φωναχτά τη βοηθά να βρει το σωστό μέτρο. Δεν εγκατέλειψε συνειδητά το μυθιστόρημα· απλώς η μεγάλη ιστορία που είχε ξεκινήσει «δεν τραβούσε» - κι έτσι στράφηκε στα μικρά κείμενα μέχρι να επιστρέψει στη μεγάλη φόρμα.

Αν έπρεπε να συνοψίσει την πρόθεση του βιβλίου; «Ο δρόμος προς το φως καμιά φορά φαίνεται μέσα από μια χαραμάδα δέκα εκατοστών». Και αν δεν έγραφε; Θα διάλεγε τον κινηματογράφο ή το θέατρο - αλλά πίσω από την κάμερα. «Θα ήθελα να αποτυπώσω την ανθρώπινη συνθήκη με εικόνες», καταλήγει.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


Ενα ζευγάρι κάνει έναν απολογισμό της σχέσης του. Μια γυναίκα με ακρωτηριασμένο πόδι ζει τη ζωή της σαν να είναι μαραθωνοδρόμος. Ενας σπουδαστής υποκριτικής αναγκάζεται να δει την τέχνη του με διαφορετικά μάτια. Μια μητέρα εθισμένη στο αλκοόλ ετοιμάζει το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι. Ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι δίνει κουράγιο σε έντεκα εκδιδόμενες γυναίκες. Ένας ερευνητής Βιολογίας καταρρέει όταν καταστρέφονται τα πειράματά του. Ένας συνταξιούχος ναυτικός μιλά στη νεκρή γυναίκα του για τα σχέδιά του. Ένα αγόρι, ένα κορίτσι, η Δόμνα, ο Αλκιβιάδης, η Ντίνα, ο Μάνος, η Νουρ και μερικοί ακόμα που μέσα σε βαθιά σκοτάδια αναζητούν το φως. Κοινοί θνητοί που επιθυμούν να ζήσουν με κάθε κόστος και για κάθε λόγο. Ανθρωποι που αγωνίζονται, τολμούν, προσπαθούν, ψάχνοντας να καταλάβουν κάτι ουσιώδες για τον εαυτό τους. Πλάσματα που αποφασίζουν να σηκωθούν πιο ψηλά από κει όπου βρίσκονταν προτού πέσουν, να ορίσουν την πορεία της ζωής τους και συνειδητά να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους, όποια κι αν είναι αυτή.