Ηταν Ιούλιος 1970.
Με μεγάλη χαρά πήγα στις παιδικές κατασκηνώσεις εργαζομένων στις Σιλίμποβες Ταϋγέτου για 5η χρονιά. Τις κατασκηνώσεις είχε ιδρύσει ο διευθυντής της Πρόνοιας Αθανάσιος Παπαδόπουλος. Ηταν ανοιχτές και φιλοξενούσαν γύρω στα 200 αγόρια πρώτα και κατόπιν γύρω στα 200 κορίτσια. Φιλοξενούσε και γύρω στα 50 παιδιά από το Ορφανοτροφείο Καλαμάτας με την προσωπική τους παιδονόμο που επέβλεπε.
Η κατασκήνωση διέθετε δύο νοσοκόμες για πρώτες βοήθειες. Ηταν πανταχόθεν ελεύθερη ενώ ο νυχτοφύλακας επιθεωρούσε και φύλαγε την κατασκήνωση κάθε βράδυ. Στεγαζόταν σε δύο ξύλινα σπιτάκια και πολλές σκηνές. Τα σπιτάκια έπαιρναν από 32 κατασκηνωτές έκαστο. Τα παιδιά εκοιμούντο σε ράντζα και κάθε σκηνή είχε το θαλαμάρχη της.
Οι σκηνές χωρίζονταν σε κοινότητες. Η κάθε κοινότητα είχε τον κοινοτάρχη της. Η κατασκήνωση εδιοικείτο από ένα αρχηγό και δύο υπαρχηγούς οι οποίοι έμεναν στο αρχηγείο. Υπήρχε ημερήσιο πρόγραμμα, εγερτήριο, τακτοποίηση και καθαρισμό των σκηνών, ελεύθερη ώρα αφιερωμένη στο παιχνίδι, πρωταθλήματα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ, επιτραπέζια παιχνίδια όπως ντόμινο, σκάκι, τάβλι ή ανάγνωση σε διαμορφωμένο χώρο με αρκετά βιβλία από δωρεές της Πρόνοιας ή και άλλων φίλων της κατασκήνωσης.
Υπήρχε χώρος ζωγραφικής και χειροτεχνίας με τα παιδιά να φτιάχνουν από τη φλοίδα του πεύκου και από άμορφο ξύλο αγγέλους ή εικόνες του Χριστού και της Παναγίας όπως τους εφαντάζοντο αλλά και ζώα, πουλιά, σπίτια και βάρκες ή εικόνες της καθημερινότητας, αντικείμενα της μεταξύ των ομάδων διαγωνισμών.
Αργότερα ήταν η ώρα του φαγητού. Σε μια μεγάλη τσιμεντένια αίθουσα υπήρχαν τραπεζαρίες και πάγκοι για τους κατασκηνωτές, για το αρχηγείο και τις νοσοκόμες, ενώ χωριστά έτρωγε το υπόλοιπο προσωπικό, εργάτες, μάγειροι, τραπεζοκόμοι, ο ηλεκτρολόγος και ο μηχανικός.
Αργότερα η κατασκήνωση συμπληρώθηκε με ένα μεγάλο αμφιθέατρο στο οποίο γίνονταν παραστάσεις κλασικές ή αυτοσχέδιες, τραγούδια, ανέκδοτα, ανακοινώσεις. Κάθε βράδυ γινόταν αναφορά ενώπιον όλων των κατασκηνωτών και ενώπιον του αρχηγείου εάν συνέβη κάτι το έκτακτο, εάν λείπει κάποιος, εάν είναι άρρωστος, εάν είχε πυρετό, εάν έπρεπε να πάρει αναλγητικά, αντιπυρετικά ή να πάει στους γιατρούς στην Καλαμάτα.
Εκείνη τη χρονιά ήταν αρχηγός ο αείμνηστος γυμναστής Κώστας Δέδες. Του έτυχε όμως κάτι έκτακτο και έφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Ετσι ανέλαβα εγώ την κατασκήνωση ως υπαρχηγός.
Την τελευταία ημέρα της περιόδου, Κυριακή βράδυ, κάναμε συγκέντρωση και αναφορά από ομαδάρχες και κοινοτάρχες όπως γινόταν, κάθε ημέρα.
Στην αναφορά βρέθηκε ότι λείπουν 32 κατασκηνωτές.
Εστειλα το αυτοκίνητο της κατασκήνωσης να ερευνήσει το δάσος γι’ αυτούς που έλειπαν. Το σκηνικό μεταβλήθηκε όταν επέστρεψε το αυτοκίνητο και έφερε 31 παιδιά.
Αρχισε ο έλεγχος, η αρίθμηση των παιδιών, οι πιθανές εκδοχές. Τελικά έλειπε ένα παιδί από το Ορφανοτροφείο με το όνομα Γιάννης Κανατάς 9 ετών.
Την επόμενη ημέρα ήλθαν τα προγραμματισμένα λεωφορεία και πήραν τους κατασκηνωτές στην Καλαμάτα ενώ τους συμβούλεψα να μη φύγει κανένα στέλεχος.
Ολοι να αναζητήσουμε το Γιάννη ο οποίος δεν είχε παρουσιαστεί ακόμα.
Από εδώ αρχίζει το μαρτύριο. Στην αρχή υπήρχε σχετικά καλή διάθεση και άρχισαν τα ευτράπελα. Βγήκαμε στα δάση φωνάζοντας. Γιάννη, Μπάρμπα Γιάννη Κανατά. Πυκνές φυλλωσιές δένδρων έκρυβαν τον ουρανό. Ο δρόμος Σπάρτη - Καλαμάτα δεν φαινόταν. Περπατούσαμε στο άγνωστο με τα κακοτράχαλα χαλίκια να τρώνε τα πόδια μας. Νερό πουθενά αλλά ο ιδρώτας ποτάμι. Σε κάποιο σημείο βρήκαμε μια λιμνούλα από τα λιωμένα χιόνια του Ταϋγέτου.
Η επιφάνειά της σκεπασμένη από γλίτσα, πρασινίλα, αγριόχορτα και πολλά έντομα να βουίζουν αλαφιασμένα γιατί τους χαλάσαμε την ησυχία.
Ταράξαμε λίγο τα λιμνιάρικα βουρκόνερα και με βουλιμία πέσαμε να υγράνουμε λίγο τα χείλια μας.
Αργά και που, θυμόμαστε τον σκοπό μας και ξεφωνίζαμε Γιάννη-Γιάννη Κανατά, αλλά και εμείς αρχίσαμε να φοβόμαστε γιατί δεν βλέπαμε το δρόμο.
Επρεπε να βραδιάσει ώστε να δούμε την πορεία του δρόμου από τα φώτα των αυτοκινήτων.
Στραφήκαμε προς τον δρόμο. Βόλευα σε κάθε αυτοκίνητο που περνούσε 2-3 παιδιά για να τα πάει στην κατασκήνωση η οποία απείχε 3-4 χλμ.
Αφού έδιωξα όλα τα παιδιά, σταματώ ένα Ι.Χ. να με πάρει. Ο οδηγός με ρωτάει «Εσύ ποιος είσαι;» του απαντώ: «Ο αρχηγός της κατασκήνωσης». «Εβγα έξω - μου λέει - εσύ φταις που χάθηκε το παιδί».
Είχε βουίξει η Καλαμάτα με τις εφημερίδες της για την απώλεια του παιδιού.
Οι άνθρωποι της κατασκήνωσης επειδή αργούσα έστειλαν το αυτοκίνητο να με μεταφέρει στη βάση. Διαλυμένος από την κούραση και τη στενοχώρια. Περνούσαν τα λεπτά από τις ατέλειωτες ώρες και τη θλίψη για το χαμένο κατασκηνωτή.
Οι συζητήσεις στην Καλαμάτα οργίαζαν. «Δεν προσέχουν τα παιδιά» ο νομάρχης, οι αρχές του Ορφανοτροφείου αλλά και ιδιώτες να ρίχνουν τα καρφιά τους με τη φιλοδοξία ίσως και το ενδιαφέρον να μπει το όνομά τους κάτω από το βέβηλο αφήγημά τους.
Αλλά ξημέρωσε η επόμενη ημέρα ήταν η 6η Αυγούστου, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, και ήταν ηλιόλουστη και καθάρια. Ενα τηλεφώνημα από το χωριό Γαϊτσές, μας ειδοποιούσε ότι ένας τσοπάνος βρήκε το Γιάννη εξαντλημένο σε μια απόσταση 3-4 χλμ. από την κατασκήνωση.
Χώθηκα στο δάσος και έκλαψα με τα παιχνίδια της τύχης.
Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα ο ίδιος να παραλάβω το παιδί. Και σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου:
Βγήκε με τα άλλα παιδιά της παρέας του να μαζέψουν ελατόπισσα, φλοίδες και ξύλα. Αυτός ήταν ανεβασμένος σε ένα πεύκο. Τα άλλα παιδιά επέστρεψαν στην κατασκήνωση. Ο Γιάννης δεν φώναξε και όταν κατέβηκε από το δένδρο πήρε αντίθετη κατεύθυνση από τον προορισμό του.
«Τι έτρωγες ρε Γιάννη αυτές τις ημέρες;»: «Κορόμηλα». «Και δεν φοβόσουν τα άγρια ζώα;»: «Φοβόμουν γι’ αυτό τα βράδια ανέβαινα σε κάποιο δένδρο και πέρναγα τη νύχτα».
Περπατώντας στο δάσος έπεσε επάνω σε κάτι σκυλιά ενός τσοπάνου που έβοσκε εκεί τα πρόβατά του και τον περιμάζεψε.
Ολα αυτά σαν σήμερα πριν από 55 χρόνια.
Ανήμερα της Σωτήρος.