Ο ευαίσθητος χώρος της δημοσιογραφίας και των πολυπλόκαμων παραφυάδων της, δεν φαίνεται να διάγει αξιοζήλευτες «μέρες δόξης».
Και αυτό, διότι δεν αξίζει στην Αλήθεια, να μεταπλάθεται στις δαγκάνες του κυνισμού, της προπαγάνδας και της μωροφιλοδοξίας. Η δημοσιογραφία , το επάγγελμα που κάποτε θεωρούνταν λειτούργημα, σήμερα μοιάζει περισσότερο με ορυχείο: επικίνδυνο, απάνθρωπο και σκοτεινό.
Το δημοσιογραφικό επάγγελμα έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο σκληρού ατομισμού, όπου η συναδελφική αλληλεγγύη είναι πια κάτι το εξωτικό ή το υποκριτικό. Στη θέση της ανθρωπιάς, έχει φυτρώσει ο επαγγελματικός κυνισμός. Και μια από τις βασικές αιτίες αυτής της ηθικής κατάρρευσης, είναι το ρήγμα γενεών και ήθους μέσα στον ίδιο τον δημοσιογραφικό χώρο.
Υπάρχει ακόμη και αντιστέκεται σθεναρώς, μια κατηγορία παλαιών δημοσιογράφων: άνθρωποι άνω των 55 ετών, που μεγάλωσαν με τη φιλοσοφία της παιδείας, της μελέτης, της έρευνας. Δεν κάνουν δημοσιογραφία του ενστίκτου ή της «γραμμής», αλλά του λόγου και του μέτρου. Ξέρουν να χειρίζονται τον γραπτό και τον προφορικό λόγο, ξέρουν καλά ελληνικά και τα χρησιμοποιούν, ως εργαλεία προσφοράς στον αναγνώστη, στον ακροατή, στον τηλεθεατή, στον πολίτη.
Ασκούν αυστηρή κριτική, χωρίς να προσβάλλουν. Μετατρέπουν την πληροφορία σε εικόνα και την είδηση σε ουσία. Οι άνθρωποι αυτοί δεν «καταρρέουν», αλλά αποσιωπώνται. Δεν αποτυγχάνουν, αλλά αποσύρονται ή απομακρύνονται, επειδή δεν χωρούν στο νέο τοπίο της υπερ-κομματικής, διαφημιστικής και κυβερνητικοεξαρτώμενης επικοινωνίας. Το σύστημα δεν τους αντέχει, επειδή λένε την αλήθεια και δεν έχουν προστάτες. Λογοδοτούν στην συνείδησή τους, εφόσον τη διατηρούν αμόλυντη από τις παντοειδής προκλήσεις ...
Απέναντί τους, ξεπροβάλλει με ορμή μια άλλη γενιά, όχι ηλικιακά, αλλά αξιακά κατώτερη. Πολυπληθής, κυρίως στην ηλικιακή ζώνη των 25-45. Με ελλιπή παιδεία, χωρίς ιστορική μνήμη, συχνά με κομματικές διασυνδέσεις, οικογενειακά δίκτυα, πελατειακές εξαρτήσεις. Δεν έμαθαν να προσπαθούν, έμαθαν να διεκδικούν θέσεις με τηλεφωνήματα τρίτων. Δεν χτίζουν την καριέρα τους με μόχθο. Δεν απέκτησαν ήθος, γιατί δεν χρειάστηκε να επιβιώσουν με κόπο. Δεν γνωρίζουν την αρχή «δεν πατάς πάνω στον συνάδελφό σου», γιατί ανατράφηκαν με την πεποίθηση ότι το καλό παιδί του κόμματος ή του χορηγού προοδεύει .. κατά το διαχρονικό «τα δικά μας παιδιά είναι και τα καλύτερα και πιο ικανά και άξια».
Ένα πρόσφατο παράδειγμα, πραγματικό και δυσώδες: Καταξιωμένος δημοσιογράφος, σοβαρός και αξιοπρεπής, δίνει μάχη με τον καρκίνο στο νοσοκομείο. Δεν έχει φύγει ακόμα από τη ζωή, ούτε από την εργασία του, ούτε καν από τη μάχη. Παλεύει... Και όμως, νεότερος «συνάδελφος» σπεύδει στον διευθυντή του και του λέει: «Αν δεν επιστρέψει, να μου δώσετε το ρεπορτάζ του υπουργείου».
Την ίδια ώρα, ο πολιτικός προστάτης του, τηλεφωνεί για να πιέσει, να προωθηθεί να ικανοποιηθεί το παιδί, εννοείται χωρίς να αξιολογηθεί, αλλά με ισχυρή άποψη για την αξιολόγηση, αλλά των ...άλλων!
Εντάξει συνάδελφε, όντως το ρεπορτάζ είναι σημαντικό, αλλά όχι σημαντικότερο από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ποια ηθική, ποια παιδεία, ποια κοινωνική συνείδηση μπορεί να ανεχτεί τέτοια εκτροπή;
Πόσο επικίνδυνο είναι, αλήθεια, το να είσαι σήμερα δημοσιογράφος;
Όχι γιατί κινδυνεύεις από μαφιόζους ή τρομοκράτες, αυτοί τουλάχιστον σε αντιμετωπίζουν ως αντίπαλο. Αλλά γιατί κινδυνεύεις από τον διπλανό σου. Από τον άθλιο κυνισμό του συναδέλφου, από την αδηφάγα επαγγελματική απανθρωπία, από ένα μιντιακό σύστημα που δεν πολεμά την αλήθεια, απλώς την εξουδετερώνει με σιωπή. Αυτό δεν είναι ηθική παρακμή. Είναι υπαρξιακή σήψη. Ο δημοσιογράφος χωρίς ενσυναίσθηση, χωρίς αρχές, χωρίς συναδελφική στοιχειώδη αξιοπρέπεια, δεν είναι επαγγελματίας. Είναι εντολοδόχος. Είναι ιμάντας μεταβίβασης προπαγάνδας.
Η δημοσιογραφία είναι άθλημα αλήθειας. Ένα μαραθώνιο ηθικής αντοχής, αξιοπρέπειας, ελευθερίας, όπου πολλοί δηλώνουν συμμετοχή, αλλά ελάχιστοι φτάνουν στο τέρμα με καθαρό πρόσωπο και καθαρή συνείδηση. Οι περισσότεροι εγκαταλείπουν στον δρόμο , άλλοι λαχανιάζουν από την πίεση των συμφερόντων, άλλοι σκοντάφτουν στις χορηγίες, και άλλοι λοξοδρομούν προς τις απονομές και τα «μερίσματα» της εξουσίας. Το να κόψεις το νήμα παραμένοντας έντιμος, ανεξάρτητος και ωφέλιμος για την κοινωνία, είναι σήμερα η σπάνια νίκη που ξεχωρίζει τον λειτουργό από τον διατεταγμένο κονδυλοφόρο. Ξεχωρίζουν, είναι δύο διαφορετικοί Κόσμο, δυο διαφορετικοί αξιακοί κώδικες.
Ωστόσο, θα ήταν κατάφωρη αδικία προς τους νέους συναδέλφους να αρκούμαστε μόνο σε στενάχωρες επισημάνσεις, για αντιδεοντολογικές συμπεριφορές κάποιων νεότερων συναδέλφων.
Ευτυχώς, δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχει ακόμη η αντίσταση των άλλων, των λίγων των εκλεκτών. Υπάρχουν νέοι που σέβονται το επάγγελμα, που δεν επιζητούν την εύκολη αναρρίχηση, που κρατούν το μικρόφωνο όχι για να αρέσουν, αλλά για να ακουστεί η αλήθεια. Κάπου εκεί, στα γραφεία της σύνταξη των ειδήσεων, σε έναν καφέ ραδιοφώνου, τηλεόρασης ή σε μια παλιά εφημερίδα, ίσως ένας άγνωστος νέος, χωρίς «πλάτες» και προστάτες, αλλά με φλόγα και λέξεις, με ήθος και συνέπεια, με γνώσεις και όνειρα, να προσπαθεί ακόμη και μοχθεί να γράψει, να πει , όπως του έμαθε η ψυχή του, η συνείδησή του... με σεβασμό στον συνάδελφο και στο πολίτη.
Έχουμε καθήκον και υποχρέωση να τον ακούσουμε, να τον στηρίξουμε και να τον επιβραβεύσουμε. Πριν σωπάσει κι αυτός, πριν χαθεί και η τελευταία ελπίδα.
Υπάρχουν ακόμα οι παλιοί, ισχνή μειοψηφία αφού αρκετοί «λοξοδρόμησαν» και εντάχθηκαν στο κατεστημένο σύστημα της διαπλοκής, κονόμησαν και αποτελούν κάκιστα παραδείγματα για τους νέους. Αυτοί είναι δακτυλοδεικτούμενοι και εκδήλως τους αποστρεφόμαστε, τους περιφρονούμε. Αναφερόμαστε ρητά σε εκείνους τους παλιούς δημοσιογράφους, που δεν σιώπησαν, που συνεχίζουν, ασυμβίβαστοι, μόνοι, περήφανοι. Τους ακούμε, αν θέλουμε. Αν μας ενδιαφέρει η ποιότητα, όχι το βόλεμα. Αυτοί που επιμένουν να γράφουν, χωρίς να χαμογελούν στα αφεντικά και ενίοτε να «στεναχωρούν» τους εργοδότες τους με οποιοδήποτε κόστος. Μη τους προσπερνάμε... όσοι έχουν απομείνει, διότι αρκετοί έχουν υποχρεωθεί στην ανεργία ή την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Δεν ζητάμε ήρωες δημοσιογράφους. Ζητάμε ανθρώπους. Που να μη χαμογελούν όταν πεθαίνει ο διπλανός τους, μόνο και μόνο για να πάρουν τη θέση του.
Ζητάμε ανθρώπους που θυμούνται ότι πριν από το ρεπορτάζ υπάρχει ο άνθρωπος. Πριν από το «πρωτοσέλιδο», η αλήθεια. Πριν από τη θέση, η συνείδηση.