Η 20ετία ορίζει μια γενιά. Ίδια βιώματα, ίδιες εμπειρίες. Η δική μας γενιά, οι γεννηθέντες μετά τον Εμφύλιο έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, είναι μια ξεχωριστή γενιά, που πάλεψε για τη γνώση, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια, ξοδεύοντας την ψυχή της χωρίς εκπτώσεις. Μια γενιά που αντιστάθηκε στον αυταρχισμό της Χούντας, που δημιούργησε το Πολυτεχνείο και θεμελίωσε τη μεταπολιτευτική Δημοκρατία, που μάλλον ολοκλήρωσε τον κύκλο της και σήμερα βιώνουμε τη μετεξέλιξή της, τη «δημοκρατική» φαυλότητα. Και δώσαμε μεγάλες προσωπικές μάχες για να γευτούμε το αγαθό της γνώσης. Στα Πανεπιστήμια, όπου οι περισσότεροι από εμάς αρίστευαν, ενώ παράλληλα εργάζονταν για να βιοπορίζονται, γινόντουσαν Επιστήμονες χωρίς να επιβαρύνουν τις φτωχές , ημιαστικές, εργατικές και αγροτικές, οικογένειές τους.
Και ένοπλη θητεία στα σύνορα, από τον Έβρο ως το Καστελόριζο… Πάντα μπροστινοί, όρθιοι, περήφανοι και ακατάδεχτοι σε κάθε «βόλεμα».
Η δεκαετία του ’70 δεν ήταν μόνο μια περίοδος πολιτικής ανατροπής, αλλά και μια βαθιά κοινωνιολογική καμπή. Ξεκίνησε, με διώξεις αντιστασιακών, Γυάρος, η Χούντα να παραπαίει, κυκλοφορούν ξεκαρδιστικά ανέκδοτα, στις εξέδρες στα γήπεδα ποδοσφαίρου ακούγονται τα πρώτα συνθήματα υπέρ της Δημοκρατίας, μαζί με τους οπαδικούς πανηγυρισμούς (Ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ 1971, στη Μεγάλη κατηγορία και η Π.Σ. Η ΚΑΛΑΜΑΤΑ , «ΜΑΥΡΗ ΘΥΕΛΛΑ» το 1972). Ακολουθεί η Νομική και το Πολυτεχνείο το 1973 και το 1974 η πτώση της Χούντας με βαρύ τίμημα την Κυπριακή τραγωδία.
Έρχεται η Μεταπολίτευση, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, τη ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου και την αλλαγή το 1981, που σηματοδότησε την «κοινωνική έκρηξη» της μικρομεσαίας τάξης, που ζητούσε αναγνώριση, συμμετοχή και κοινωνικά δικαιώματα. «Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει», συναυλίες του ΜΙΚΗ Θεοδωράκη, τα νυχτερινά Κέντρα σε μεγάλες δόξες (Μπιθικώτσης, Μοσχολιού, Διονυσίου, Τσιτσάνης, Μπέλου, Ζαμπέτας, Μητροπάνος, ρεμπέτικες κομπανίες και στις μπουάτ Αλεξίου, Νταλάρας, Κ. Χατζής κ.ά), ουίσκι Cutty Sark και Marlboro ή ρετσίνα και άφιλτρα τσιγάρα και πατσάς τα ξημερώματα ...
Θυμάσαι; Εκείνα τα χρόνια που ο Αχιλλέας Ασλανίδης σέρβιρε πατσά με σκορδοστούμπι στην Αγίου Κωνσταντίνου, και μια δεκαετία πριν, το 1976, τον είχαμε χειροκροτήσει ως ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ , όταν η ομάδα της Θεσσαλονίκης, κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας, για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Δεν μας χαρίστηκε τίποτα. Και σε κανέναν δεν χαριστήκαμε. Ζήσαμε σε μια εποχή που όλα έπρεπε να κερδηθούν με μελέτη, με εργασιακό μόχθο.
Στο Πανεπιστήμιο, στη δουλειά μας, στις σχέσεις μας, κατακτούσαμε τις μικρές και μεγάλες νίκες της ζωής. «Τα αγαθά κόποις κτώνται» λειτουργούσε ως βιωματικό αξίωμα για κοινωνική, επαγγελματική και επιστημονική ανέλιξη και καταξίωση.
Ούτε εύκολες χάρες, ούτε ψεύτικες χαρές. Παίρναμε και δίναμε ό,τι μας αναλογούσε. Τίποτα λιγότερο. Μόνο την ψυχή μας σκορπίσαμε απλόχερα, εκεί που έπρεπε και κυρίως, εκεί που δεν έπρεπε. Και δεν το μετανιώσαμε ποτέ.
Γιατί αυτό ήταν το «παράσημό» μας: η γενναιότητα του ξοδέματος, η αφέλεια του δοσίματος, οι ανείσπρακτες οφειλές που χαρίσαμε συνειδητά σε φίλους, σε έρωτες, σε ιδέες, σε κόμματα.
Ζήσαμε με συνείδηση και με αίσθημα ευθύνης, με τη δολερή ψευδαίσθηση ότι εμείς θα αλλάζαμε τον κόσμο. Δεν πετύχαμε όλα όσα ονειρευτήκαμε. Και ίσως κάποια από τα όνειρά μας μετατράπηκαν σε εφιάλτες, παγιδευμένα στη μέγγενη του ρεαλισμού και της πολιτικής ορθότητας, που συνθλίβει τον ρομαντισμό και χρεώνει ανεξόφλητα την ανιδιοτέλεια των ονειροπόλων.
Γιατί τελικά, αυτό που έμεινε δεν είναι τα βιογραφικά ή τα βιοποριστικά. Είναι εκείνη η αίσθηση ότι ανήκαμε σε μια εποχή που, όσο κι αν μας πλήγωσε, μας χάρισε την πολυτέλεια να ξοδέψουμε την ψυχή μας και να αφήσουμε πίσω μια ιστορία, που δεν γράφτηκε σε χαρτιά, αλλά στις μνήμες.