Του Νικολάου Ε. Θεοδώρου*
Το Νοέμβριο του 1944 ο αμερικανός Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ επανεξελέγη πανηγυρικά, σημειώνοντας μια πρωτοφανή επίδοση στα χρονικά των Η.Π.Α. ως πρώτος και μόνος έως τότε αρχηγός του κράτους που είχε επανεκλεγεί για τρίτη και για τέταρτη θητεία. Παρά το γεγονός ότι η προεδρία Ρούσβελτ θεωρήθηκε από τις πλέον επιτυχημένες στην ιστορία της χώρας (απεβίωσε το 1945), το 1947, με την 22η Συνταγματική Τροπολογία, το αμερικανικό Κογκρέσο -επί προεδρίας μάλιστα του διαδόχου και τέως αντιπροέδρου του Ρούσβελτ Χάρρυ Τρούμαν- ενέκρινε τον περιορισμό των θητειών των Αμερικανών προέδρων στις 2.
Τούτο προφανώς συνέβη, διότι (ορθότατα) θεωρήθηκε ότι η πολυετής παραμονή ενός ηγέτη με ευρείες αρμοδιότητες στην εξουσία, ακόμα και με λαϊκή νομιμοποίηση, δημιουργεί αναπόφευκτα καθεστωτικές πρακτικές και λειτουργεί αρνητικά για την εξέλιξη του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο σημερινός πρόεδρος των Η.Π.Α φλερτάρει (λεκτικά προς το παρόν) ενίοτε με την κατάργηση του ανωτέρω περιορισμού, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του.
Ερχόμενοι στη σημερινή Ελλάδα, διαπιστώνεται συχνά έλλειψη μέτρου και ανεξέλεγκτη οίηση ορισμένων πολιτικών προσώπων από τη μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία και μάλιστα με αμφιλεγόμενες θητείες. Έτσι, σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής, ο πρωθυπουργός έχει ήδη δηλώσει πομποδώς την πρόθεσή του να διεκδικήσει τρίτη θητεία και μάλιστα με αυτοδυναμία (!!!). Το ίδιο έπραξε πρόσφατα και ο Δήμαρχος Καλαμάτας, μιλώντας σε μέλη της δημοτικής του ομάδας, αρνούμενος το ενδιαφέρον για την Περιφέρεια και τη Βουλή. Ανεξαρτήτως των θεμιτών φιλοδοξιών κάθε προσώπου και των ιδιαιτεροτήτων κάθε περίπτωσης, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το ενδεχόμενο τρίτης θητείας των ανωτέρω προσώπων θα είναι αντικειμενικά επωφελές για τη χώρα και το Δήμο που αντιστοίχως εκπροσωπούν.
Για το σημερινό πρωθυπουργό η κατάσταση είναι γνωστή: χαμηλές πτήσεις στις δημοσκοπήσεις παρά τον επικοινωνιακό ορυμαγδό της Δ.Ε.Θ και την αντιπολιτευτική ανυπαρξία, κυριαρχία του «κανένα» στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, σκάνδαλα επί σκανδάλων στο δημόσιο βίο, αλαζονικές και παρακρατικές πρακτικές στην ημερήσια διάταξη, και ταυτόχρονα εμμονή σε ψευτοδιλήμματα τύπου «Μητσοτάκης ή χάος» με το βλέμμα στην επόμενη μέρα και στον έλεγχο του κόμματος και του κράτους. Τι περαιτέρω έχει όμως να προσφέρει αντικειμενικά στο δημόσιο βίο διανύοντας ήδη τον έβδομο χρόνο της πρωθυπουργίας του; Αν άκουσε κανείς την πρόσφατη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, έβγαλε μάλλον κρίσιμα συμπεράσματα. Το όραμά του για το μέλλον της χώρας εξαντλείται δυστυχώς σε ξαναζεσταμένα τσιτάτα όπως το «Εθνικό Απολυτήριο» ή το «νέο Ε.Σ.Υ» και στην επαναφορά των πολεοδομιών στο κεντρικό κράτος. Έδωσε έτσι την εντύπωση ενός ανθρώπου με καθεστωτική και ναρκισσιστική σχέση με την εξουσία, που λειτουργεί ως «τροχονόμος» οικονομικών συμφερόντων (βλ. Ταμείο Ανάκαμψης) και εξυπηρετήσεων ημετέρων, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Αλλά και σε τοπικό επίπεδο, η ανακοίνωση του Δημάρχου Καλαμάτας ότι θα διεκδικήσει τρίτη θητεία μοιάζει περισσότερο με απόπειρα να προλάβει τις γνωστές κινήσεις ορισμένων μελών της ομάδας του, που μεθοδικά και εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους και το δημόσιο χρήμα στήνουν ήδη μηχανισμό προς εκπλήρωση των μελλοντικών πολιτικών τους φιλοδοξιών. Εξ αντικειμένου όμως, τι θα προσέφερε άραγε μια ακόμα θητεία του στο Δήμο και στην πόλη; Διανύοντας ήδη των έκτο χρόνο της θητείας της, η δημοτική αρχή της οποίας ηγείται έχει περάσει ήδη κάτω από τον πήχη αυτής του προκατόχου του και δεν διαθέτει ούτε ρεαλιστικό όραμα για το μέλλον του τόπου (εκτός από τα νεφελώδη φληναφήματα περί κλιματικής ουδετερότητας) ούτε και αποτελεσματικότητα στα μεγάλα και σημαντικά διακυβεύματα για το δημότη (κυκλοφοριακό, στάθμευση, πράσινο, αντιπλημμυρικά έργα, στρατηγικές υποδομές κλπ), ενώ το αλαζονικό ύφος, οι μικροπολιτικές πρακτικές και η θεσμική απαξίωση κυριαρχούν, ιδίως αν παρακολουθήσει κανείς μια απλή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου (συνεπικουρούντων δυστυχώς και ορισμένων συμβούλων της αντιπολίτευσης).
Από τα ανωτέρω παραδείγματα, καθίσταται προφανές ότι το όριο των δύο θητειών για τους κατόχους δημοσίων αξιωμάτων, το οποίο και ο γράφων έχει επανειλημμένα υποστηρίξει, είναι μια απολύτως αναγκαία ρύθμιση (αν όχι και επαρκής) για την ενίσχυση του κύρους και της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στον τόπο μας. Δυστυχώς, στη μεταμνημονιακή Ελλάδα επιβιώνουν, με την ανοχή της πλειοψηφίας των πολιτών, πρακτικές αντιθεσμικές που επιτρέπουν σε ορισμένους επιτήδειους να μετέρχονται την εξουσία προς ίδιον όφελος καταδικάζοντας τους πολλούς σε μετριότητα και μαρασμό. Η μακρόχρονη παραμονή στην ίδια θέση, συνδυασμένη με την παντοδυναμία στα μέσα άσκησης πολιτικής και με την απουσία θεσμικών αντιβάρων, λειτουργεί όμως βλαπτικά για το συμφέρον στη χώρα. Και γι’ αυτό όσοι εκφράζουν τη συγκεκριμένη νοοτροπία και ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν, καλούνται να επιδείξουν στοιχειώδη αυτοσυγκράτηση και να αποχωρήσουν εγκαίρως και με αξιοπρέπεια. Διαφορετικά το σπιράλ της θεσμικής απαξίωσης θα σαρώσει σύντομα την κοινωνία με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου. Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr.