Στην Αθήνα διαμορφώνεται η νέα γεωενεργειακή εξίσωση της Ευρώπης, καθώς η Ελλάδα αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο του αμερικανικού σχεδίου ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία.
Οι συμφωνίες που συζητούνται στο πλαίσιο της διατλαντικής πρωτοβουλίας P-Tec και η είσοδος της ExxonMobil στο “μπλοκ 2” του Ιονίου σηματοδοτούν τη μετάβαση από την ενεργειακή διπλωματία στην ενεργειακή γεωπολιτική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αξιοποιώντας τον ελληνικό κόμβο LNG και τον κάθετο διάδρομο μεταφοράς προς τα Βαλκάνια, επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν νέο δίκτυο ισχύος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη , με την Αθήνα σε ρόλο στρατηγικού επιταχυντή και εγγυητή σταθερότητας.
Οι διαπραγματεύσεις για την εισαγωγή ποσοτήτων έως 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ετησίως και η αξιοποίηση των υποδομών Ρεβυθούσας και Αλεξανδρούπολης εντάσσονται στο στρατηγικό σχέδιο υποκατάστασης του ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2027. Ήδη, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, το 88% των εισαγωγών LNG προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που αποτυπώνει τη μετατόπιση των ενεργειακών ισορροπιών στην περιοχή.
Η δήλωση του Αμερικανού υπουργού Ενέργειας ChrisWright, ότι «η Ελλάδα είναι το τέλειο σημείο εισόδου του αμερικανικού αερίου που θα αντικαταστήσει το ρωσικό»,συνοψίζει το νέο δόγμα της Ουάσιγκτον: πολιτική επιρροή μέσω ενεργειακής παρουσίας. Πρόκειται για σαφή εφαρμογή της γραμμής Τραμπ, που συνδέει την επιχειρηματική δραστηριότητα αμερικανικών κολοσσών με τη διαμόρφωση γεωπολιτικών ισορροπιών.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η υπογραφή της συμφωνίας συμμετοχής της ExxonMobil στο «μπλοκ 2» του Ιονίου, με ποσοστό 60%, έναντι 30% της Energean και 10% της HelleniQ Energy. Η παρουσία των υπουργών Ενέργειας των ΗΠΑ και Ελλάδας, καθώς και της πρέσβεως ΚίμπερλιΓκιλφόιλ, υπογραμμίζει τον στρατηγικό χαρακτήρα της συμφωνίας. «Οι ΗΠΑ επέστρεψαν και μόλις αρχίσαμε», τόνισε Αμερικανίδα πρέσβης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Ουάσιγκτον σχεδιάζει ευρύτερη ενεργειακή διείσδυση στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Η συμμετοχή των ExxonMobil και Chevron στις έρευνες νοτίως της Κρήτης και στη Δυτική Ελλάδα, υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, δεν είναι απλώς επένδυση, αλλά αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στην ενεργειακή πολιτική της Αθήνας και είναι στρατηγικό αντίβαρο στις τουρκικές αμφισβητήσεις της ελληνικής ΑΟΖ. «Η παρουσία αμερικανικών εταιρειών λειτουργεί de facto ως γεωπολιτικός αποτρεπτικός μηχανισμός, θωρακίζοντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και εντάσσοντας τη χώρα σε έναν νέο χάρτη συμφερόντων υπό αμερικανική αιγίδα», δήλωσε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ωστόσο, η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε θέση ισχύος. Λειτουργεί ως κρίσιμος κόμβος στο πλαίσιο του αμερικανικού σχεδιασμού. Η διπλωματική «αναβάθμιση» των ελληνοαμερικανικών σχέσεων εξαρτάται από το πόσο χρήσιμη θεωρείται η Αθήνα στην προώθηση των στρατηγικών επιδιώξεων της Ουάσιγκτον και της κυβέρνησης Τραμπ. Η πρόκληση για την ελληνική πλευρά είναι να μετατρέψει τη χρησιμότητα αυτή σε πολιτικό κεφάλαιο εθνικής στρατηγικής, με γεωπολιτικό ρεαλισμό, παλλόμενη εθνική συνείδηση και διαρκή επαγρύπνηση.
Διότι δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να υπάρξει οποιαδήποτε βλαπτική μεταβολή επί κυριαρχικών δικαιωμάτων, ιδίως στο πεδίο πιθανών οριοθετήσεων θαλασσίων ζωνών, όπου τα ελληνικά και τα αμερικανικά συμφέροντα ενδέχεται να αποκλίνουν. Η ενέργεια, πλέον, δεν είναι μόνο αγαθό ή εμπόρευμα, είναι όπλο επιρροής και ισχύος, και η Ελλάδα οφείλει να το χειριστεί με διορατικότητα, θεσμική αυτοπεποίθηση και βαθιά επίγνωση των ορίων της εξάρτησης και της ευκαιρίας.
Η απαίτηση της Ε.Ε. για μεγαλύτερη ελληνική εμπλοκή στην Ουκρανία
Η επίσκεψη της Ύπατης Εκπροσώπου της Ε.Ε. για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, KajaKallas, στην Αθήνα, δεν είχε τον τυπικό χαρακτήρα μιας διπλωματικής αβρότητας. Αντιθέτως, αποτύπωσε την αυξανόμενη πίεση των Βρυξελλών προς τα κράτη–μέλη, και ειδικά προς την Ελλάδα, για περαιτέρω εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας, είτε σε επίπεδο στρατιωτικής συνδρομής , είτε σε ενεργότερη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας.
Ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, που υποδέχτηκε στο γραφείο του την ευρωπαία εκπρόσωπο, συμφώνησε με τις απόψεις της και δεσμεύτηκε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να ενισχύει στρατιωτικά την Ουκρανία στον πόλεμο με τη Ρωσία. Παράλληλα, επανέλαβε τον ελληνικό διπλωματικό ρεαλισμό: σταθερή προσήλωση στις αρχές του διεθνούς δικαίου και στήριξη της ουκρανικής κυριαρχίας, αλλά χωρίς υπέρβαση των εθνικών ορίων ασφάλειας και ισορροπιών.
Σε μια περίοδο που η φωτιά του πολέμου εξαπλώνεται από το Ντονμπάς μέχρι τη Γάζα και η Ανατολική Μεσόγειος γίνεται πεδίο ρευστών ισορροπιών, η Ελλάδα οφείλει να λειτουργεί ως πυλώνας σταθερότητας, όχι ως προκεχωρημένο φυλάκιο Δυτικών συμφερόντων. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι πεδίο συμμόρφωσης, αλλά επιβίωσης. Και σε αυτή τη συγκυρία, η Ελλάδα πρέπει να κρατήσει σταθερά το τιμόνι ανάμεσα στις πιέσεις της Ευρώπης και στην ανάγκη διαφύλαξης των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων και γεωπολιτικών προτεραιοτήτων.
Συμπερασματικά: Η Ελλάδα δεν είναι απλώς γεωγραφικό κομβικό σημείο. Αποτελεί επιλογή της αμερικανικής διπλωματίας να λειτουργήσει ως ενεργειακός κόμβος προώθησης του αμερικανικού LNG στην Ευρώπη, αντικαθιστώντας το ρωσικό φυσικό αέριο, που παραμένει σημαντικά φθηνότερο. Οι χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, εξαρτημένες από τις φθηνές ρωσικές εισαγωγές, εκφράζουν έντονο προβληματισμό, αλλά η αμερικανική στρατηγική εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι ισχύος και οικονομικής επιρροής.
Η πρόκληση για την Αθήνα είναι διπλή: από τη μια, η ενεργειακή πολιτική των ΗΠΑ, μέσω της επιχειρηματικής διπλωματίας του Τραμπ, αποφεύγει την ευθεία αντιπαράθεση με την αναθεωρητική Τουρκία του Ερντογάν, αλλά ενδέχεται να οδηγήσει την Ελλάδα σε επώδυνες υποχωρήσεις για την προστασία των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, υφαλοκρηπίδα ΑΟΖ. Από την άλλη, η Ελλάδα ταυτίζεται πλήρως με τις επιλογές της Ε.Ε. για τον ρωσο–ουκρανικό πόλεμο. Και θα συμμετέχει στη στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, παρά την πιθανή αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, που πιέζουν μάλλον για τερματισμό του πολέμου και συμβιβασμό με τη Ρωσία.
Η ελληνική στρατηγική, επομένως, απαιτεί γεωπολιτικό ρεαλισμό, συνειδητή αυτοπεποίθηση και επαγρύπνηση. Η χώρα καλείται να διαχειριστεί την παραδοχή της χρησιμότητάς της ως ενεργειακού και στρατηγικού κόμβου, χωρίς να θυσιάσει την εθνική της κυριαρχία, να σταθμίσει τις πιέσεις ΗΠΑ και Ε.Ε., και να παραμείνει πραγματικός διαμορφωτής ισχύος στη Μεσόγειο, όχι απλώς παρατηρητής των Δυτικών συμφερόντων που δεν θα συνδιαμορφώνει, αλλά θα επικυρώνει τα αποτελέσματα των περιφερειακών γεωενεργειακών και Στρατηγικών εξελίξεων.
Η Ελλάδα καλείται να μετατρέψει τη γεωστρατηγική της θέση σε εθνικό κεφάλαιο, προστατεύοντας κυριαρχία και ισορροπία ισχύος.
