Η Μεσσηνία δεν είναι μόνο ένας τόπος με ιστορία αιώνων, αλλά κι ένας τόπος που ανθίζουν τα γράμματα και οι τέχνες.
Μια αλυσίδα ανθρώπων υπηρέτησαν το πνεύμα κι έδωσαν εύχυμους καρπούς. Και το πνεύμα δεν μένει ποτέ έωλο, έρχεται πάντα κάποιο χέρι να κρατήσει ψηλά τον πυρσό του και να φωτίσει τον ενάγυρο. Ένα τέτοιο χέρι φαίνεται να’ ναι κι αυτό του Κυπαρίσσιου Γιώργου Μαυροειδή, που μετα τις σπουδές του προτίμησε να μείνει στη γενέθλια πόλη του και σ ’αυτή να ζήσει και να δημιουργήσει. Με ξέχωρη χαρά πήρα -και τον ευχαριστώ για την προσφορά του και την αφιέρωσή του- το βιβλίο του η « Σκοτεινή Σπάρτη». Εν πρώτοις ο τίτλος του με παραξένεψε αν και υποψιάστηκα το περιεχόμενό του. Διαβάζοντάς το διαπίστωσα πως έχουμε να κάνουμε με έναν αυθεντικό μυθιστοριογράφο, αν και είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και μάλιστα ιστορικό.
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι υψηλού επιπέδου πεζογραφία, γιατί πρέπει να τεκμηριώνει τον χρόνο και τον λόγο. Η ιστορία του βιβλίου- ένα πάντρεμα πραγματικών γεγονότων και μυθοπλασίας- αναφέρεται στους μακροχρόνιους πολέμους μεταξύ Σπαρτιατών και Μεσσηνίων. Είναι οι γνωστοί μας Μεσσηνιακοί πόλεμοι, που έφεραν τους Σπαρτιάτες νικητές και τους Μεσσήνιους ηττημένους, άλλους που παρέμειναν είλωτες που δούλευαν για τους γείτονές τους και άλλους που πήραν το δρόμο της μετανάστευσης με προορισμό την Κάτω Ιταλία.
Ο συγγραφέας, γνώστης της Ιστορίας, αναφέρεται στη ζωή των πάντα ετοιμοπόλεμων Σπαρτιατών (αγωγή των νέων- διοίκηση της πόλης- ζωής των κατοίκων της) αλλά και στη ζωή των Μεσσηνίων, που νικημένοι σκλαβώθηκαν κι έγιναν είλωτες στην ίδια τους την πατρίδα. Την πατρίδα με την παχύσαρκη γή που με τον ιδρώτα και το αίμα τους την έκαναν να καρπίζει για να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος οι κατακτητές και αυτοί να κρατούν τα λίγα απλώς για να επιβιώνουν.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε κεφάλαια για να διευκολύνεται ο αναγνώστης αλλά και για να δίνεται η ευχέρεια στο συγγραφέα να εναλλάσσει τις γραφές του πότε με σκηνές από τη Λακωνική γη και πότε από τη μεριά της Μεσσηνίας. Δεν είναι δηλαδή ευθύγραμμο αλλά έχει τις εναλλαγές του.
O συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνο στα ιστορικά γεγονότα του πολέμου με τους κορυφαίους και τους απλούς πολίτες, αλλά μας δίνει και στοιχεία απ’ τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή των ξωμάχων (ήθη, έθιμα κ.α ), ώστε να παρέχεται μια σαφής και εναργής εικόνα της τότε περιρρέουσας ατμόσφαιρας, και το επιτυγχάνει αυτό με ζηλευτή ευχέρεια και άνεση σαν να΄ταν έτοιμος από καιρό, όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Άνετος στη σκηνογραφία του μας δίνει θαυμάσιες εικόνες του τόπου και όλων αυτών που δρουν πάνω στο κορμί του και σε περίοδο ησυχασμού, αλλά και σε χρονικές στιγμές εξεγέρσεων, καταστολών ή και επιτυχιών των μαχόμενων Μεσσηνίων, που στόχευαν στην απελευθέρωσή τους και μόνο. Μέσα από όλα αυτά ξεπροβάλλει και καταξιώνεται η ηρωική μορφή του Αριστομένη, που σηκώνει στους ώμους του τον αγώνα. Τα γεγονότα τα παρακολουθεί ο αναγνώστης με αμείωτο ενδιαφέρον και με κομμένη την ανάσα, κατά το κοινώς λεγόμενο. Έτσι αφήνει το μυθιστόρημα όταν αυτό τον αφήσει. Οι διάλογοι των ηρώων, αλλά και των απλών οπλιτών ή πολιτών, ζωντανοί και η ψυχογραφία τους, όπου το απαιτούν οι ανάγκες του κειμένου διεισδυτική. Ο λόγος του απλός, φυσικός, προσεγμένος, ρέων και με καλολογικά στοιχεία όπου χρειάζεται χωρίς να βαραίνει, κάνει την ανάγνωση ευχάριστη.
Εν κατακλείδι, η «Σκοτεινή Σπάρτη» του Γιώργου Μαυροειδή είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, και αν και είναι το πρώτο, κερδίζει μια θέση στα Μεσσηνιακά γράμματα και ευρύτερα στην ελληνική μυθιστοριογραφία. Γι’ αυτό πρέπει να μπει στη βιβλιοθήκη του κάθε Μεσσήνιου. Ευχή του γράφοντος να’ναι καλοτάξιδο και η πένα του συγγραφέα να μας δώσει και άλλους καρπούς στη συνέχεια.