Αγγίζουμε ενίοτε το απόλυτο με τις αραχνούφαντες συνθέσεις των σκεπτικών συνειρμών, αντικαθιστώντας το ορμέμφυτο με τις αισθητηριακές ανασυνθέσεις που αν μη τι άλλο προκαλούν την αναστοχαστική εμπειρία και τον καταλυτικό ειδυλλιακό τοπίο, όπου η κάθε κίνηση ανακτά τα χαμένα εδάφη.
Δεν διστάζουμε στο παραμικρό να κατονομάσουμε όλο αυτό μια καινούργια κατάκτηση μέσα στο χρόνο, έχοντας ήδη απομυζήσει δυνητικά τις πτυχές και τις εκδοχές του.
Χρόνος είναι αυτός και δη εκείνος που κληροδοτεί σημασιακά μάγματα και εννοιολογικές εκδοχές, παιχνίδια του νου και της δημιουργικής φαντασίας σε έναν κόσμο που μέσα στην δυσθυμία του δεν αφήνει ανοιχτά τα περάσματα, παρά κλείνοντάς τα ερμητικά δεν αποσφραγίζει τα μυστικά.
Οι προσπάθειες για αυτό δεν θα έλεγε κανείς πως ήταν μεγίστης σημασίας, ήταν κατάφορα ελλειμματικές απόπειρες προσέγγισης μέσα από τα καθημερινά όνειρα που παρέμειναν και αυτά στην σφαίρα του ιδεατού.
Είναι αλήθεια υπαρκτός ο κόσμος μέσα στην υφιστάμενη κίνησή του ή απλά δεν σαλεύει κανείς σαν ο ήλιος δύει και ανατέλλει; Είναι αυτός ο κόσμος της εμπειρίας, αναπόσπαστο μέρος της ολότητας ή αυτό το σύνολο των αποσπασμάτων της συνθέτουν την ελλειμματική προσέγγιση, με δεδομένο ότι και γλώσσα υπάρχει ακόμη και τα κιτάπια του πολιτισμού αναδύονται και πάλι από την σκοτεινιά;
Έχει μάθει ο κόσμος μέσα στην αμάθειά του ότι υπάρχουν ακόμη τόποι που μπορεί να καταφύγει και να ανακαλύψει τα ξεχασμένα νοήματα; Δεν ακολουθείται με την σκέψη αυτή κάποιο συγκεκριμένο μονοπάτι που ακολουθώντας του κάποιος θα μπορέσει να βρει τα κρυμμένα μυστικά. Ούτε μπορεί να λειτουργήσει κάτι ως δημιουργικό σπέρμα αν οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν κουραστούν να απαγκιάζουν στα λημέρια της εξασφάλισης, αφήνοντας πίσω ή κατά μέρος τις όποιες κοσμοθεωρίες χάριν του καθημερινού οδοιπορικού.
Αυτά δεν είναι καν επικοινωνιακά τρικ, ούτε απόπειρα διαλόγου. Είναι η διερώτηση που προκαλεί ένα καινούργιο παραπέτασμα που για να γκρεμιστεί, πρέπει να δουλέψει και πάλι δημιουργικά ο νους. Ο σωρός των αποριών για το που πηγαίνει αυτός ο κόσμος, αυτό είναι το κεφαλαιώδες και τρόπον τινά μνημειακό λεκτικό τέχνασμα.
Μάλλον θα έλεγε κανείς χάριν του λόγου, πως αυτό τείνει να γίνει μουσειακό είδος σα δεν ενσκήπτει κανείς στο απορητικό και διαλεκτικό διάκοσμο, όταν γυρίζει για μια ακόμη φορά την πλάτη στο υποσυνείδητο και τους νευρώνες που εξακολουθούν να μεταφέρουν τα μηνύματα της σκέψης αλλά που από ένα σημείο και μετά καθηλώνονται στην λήθη.
Βρισκόμαστε στο κατώφλι του νέου πολιτισμού της βιτρίνας και της ασάφειας των εννοιών και μέσα σε αυτή την κόλαση καλούμαστε να αναπαράγουμε την κοινωνία των αναξιοπαθούντων όσο μας προσφέρεται η ευκαιρία παράτασης των υλικών επαυξήσεων.
Αποφασισμένοι να διατηρήσουμε ατόφια την συμπερίληψή μας στο χάος του ακατανόητου, οδεύουμε αναφανδόν προς νέες παγίδες που δημιουργήθηκαν για αυτό ακριβώς το λόγο, για να μην βρούμε ποτέ διεξόδους και περάσματα.
Είμαστε αυτοί που δεν ανασύραμε ποτέ από την φαρέτρα των εμπειριών, εκείνοι που δεν αδράξαμε ευκαιρίες συνειδησιακής συγκρότησης μέσα στο ανυπόστατο ολοφυρματικό σκηνικό της υποτέλειας και υπαγωγής στο στατικό και μονοδιάστατο.
Είμαστε όλοι εκείνοι που λυγίσαμε στα πρώτα εμπόδια, αυτοί που δεν ανυψώσαμε την προσωπικότητα μας σε έναν κόσμο που αξίωνε εκ γενετής την λαθεμένη πορεία, κλείνοντας τις παρακείμενες οδούς των οραματικών εμπνεύσεων, προσφέροντας ως αντάλλαγμα συνενοχής τα άλλοθι της απάθειας και αναλγησίας.
Θα παραμένουμε άραγε για καιρό σε τούτη την αδράνεια ή απλά κάποια μέρα θα ανακτήσουμε τα χαμένα εδάφη; Θα υπαχθούμε τελεσίδικα στη νέα εποχή των κάθε λογής αναπόδεικτων επιχειρημάτων, την εποχή όπου η σκέψη είναι απούσα και ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;
Ποιοι είμαστε πια και πόσο αντέχουμε να παίζουμε ακόμη τον ρόλο του κομπάρσου σε τούτη την θλιβερή παράσταση;
Αν ο λόγος είχε αξία και ο διάλογος νόημα, δεν θα γράφονταν ετούτες οι λέξεις που ακόμη και έτσι χάνουν την σημασία τους.
Αν το σύμπαν προειδοποιούσε για πολλοστή φορά πως οι ευκαιρίες λιγοστεύουν όσο γυρίζουμε την πλάτη, δεν θα χρειαζόταν όλος αυτός ο πνευματικός περίπλους στα μονοπάτια της ψυχής.
Αν οι λέξεις διατηρούσαν το βαρύ τους νόημα, δεν θα κινδύνευε να βυθιστεί η έκφραση. Μαζί με αυτή θα επιβίωνε και ο σκεπτικός οργασμός που κληροδοτεί την ηδονικότητα της ζωής.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Και είναι αυτό που χάνεται ή χάθηκε οριστικά που τελματώνει την βιωματική εμπειρία και κάνει τον χρόνο να βιάζεται στη θεά της ατομικής επόπτευσής του. Που συντομεύει μια ανούσια και άκαρπη ζωή.