Δευτέρα, 06 Οκτωβρίου 2025 19:30

Όταν η «ανάγκη» γίνεται «τουρισμός»…

Γράφτηκε από τον

Όταν η «ανάγκη» γίνεται «τουρισμός»…

Με τον Ηλία Μπιτσάνη

«Τουρισμός» σε όλες τις κλίσεις και στην πρώτη γραμμή ο «ειδικός τουρισμός» γιατί από το «ελάτε να κολυμπήσετε» έχει… πήξει η Ελλάδα. Επειδή λοιπόν είναι καλό να γνωρίζουμε την ιστορία, μια βόλτα στο παρελθόν και τον «κυνηγετικό τουρισμό». Με πυρήνα τα ορτύκια που πάθαιναν πανωλεθρία όταν έφταναν στο Πόρτο Κάγιο και τον Ακρίτα για να ξεκουραστούν και να ταξιδέψουν σε πιο ζεστά μέρη. Κάποτε τα κυνηγούσαν για επιβίωση, τροφοσυλλέκτης και κυνηγός ο άνθρωπος από την εμφάνισή του στη γη. Αυτή η ανθρώπινη ανάγκη έγινε (και) εμπόριο (ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας), αλλά και… τουρισμός (πριν από 100 και βάλε χρόνια).

* «Πόρτο Κάγιο», τοποθεσία που σημαίνει «λιμάνι ορτυκιών» κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, ονομασία που ανάγεται στην εποχή των Ενετών. Το κυνήγι τους δεν πέρασε απαρατήρητο στην ιστοριογραφία και ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή το 1668 περίπου, περιγράφει πως στο Βαχό της Μάνης για να επιβιώσουν οι κάτοικοι κυνηγούσαν και συντηρούσαν ορτύκια: "“Επειδή είναι και αυτοί πλάσματα του Θεού, όταν δεν βρίσκουν τίποτα να φάνε στα βουνά, ο Μεγαλοδύναμος, τον Ιούλιο, μια φορά το χρόνο, βάζει τη μια του φτερούγα πάνω στο νερό της θάλασσας και κουνώντας την φέρνει τόσο πολλά ορτύκια στα βουνά, που δεν ξεχωρίζεις το χώμα και την πέτρα απ’ αυτά. Δέκα χιλιάδςς άπιστοι και γυναικόπαιδα τρέχουν και πιάνουν με το δίχτυ τα ορτύκια. Χτυπούν τα κεφάλια τους και χωρίς να τα ξεπουπουλιάσουν και να τα καθαρίσουν από τα εντόσθια, τα χώνουν στις τρύπες των βράχων μαζί με αλάτι και τα αφήνουν βάζοντας πάνω τους βαριές πέτρες και μέσα σε πέντε-έξη μήνες παστώνονται. Μ’ αυτά ζουν το χειμώνα χάρη στη βοήθεια του θεού. Τα πουλάνε κιόλας. Σαράντα μέρες και νύχτες πέφτει το κοπάδι με τα πουλιά στην περιοχή, γι’ αυτό και κάνουν πολλά πεντανόστιμα παστά”.

* Δύο αιώνες αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, κυκλοφορεί ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Λακωνικά». Στην έκδοση του 1911, περιγράφει με λεπτομερειακό και εντυπωσιακό τρόπο το παραδοσιακό κυνήγι των ορτυκιών στη Μένη, αν και είχε εμφανιστεί ήδη το κυνήγι με όπλα: «Μεταξύ των εισοδημάτων των κατοίκων της Μάνης συναριθμούνται και οι όρτυγες. Καθ’ όλον τον μήνα Σεπτέμβριον διαρκεί η δια της Μάνης διάβασις των πτερωτών τούτων επιδρομέων, επομένως δε και ο αγών των εγχωρίων κατά της επιδρομής. Και όντως αρμόζει να παραβάλη τις προς επιδρομήν εχθρικήν και την κατ΄αυτής άμυναν το γραφικόν και πολεμικόν θέαμα τη εν Μάνη κυνηγεσίας των ορτύγων. Ανδρες, γέροντες, παιδία και γυναίκες από πρωίας μέχρις εσπέρας, καθ’ όλον τον ρηθέντα μήνα και το τελευταίον δεκαήμερον του πρεοηγουμένου, κυνηγούσι ανά τους αγρούς και ακούεις πλέον πυροβολισμούς και ιαχάς κυνηγών και βλέπεις κίνησιν ζωηροτάτην και παντοειδή. Όπως όλα τα νότια άκρα και η Μάνη χρησιμεύει, ως σταθμός των ορτύγων κατά την αρχήν του φθινοπώρου, ότι ταξιδεύουσι προς αλλαγήν κατοικίας. Επειδή δε τούτο γίνεται ανέκαθεν, οι Μανιάται έχουσι συνηθίσει πλέον και έχουσι αναγάγει τον τρόπον του κυνηγίου των ορτύγων εις αληθή τέχνην, της δια της απόχης ζωγρήσεως αυτών. Ο τρόπος δια του όπλου κυνηγεσίας είνε ο παγκόσμιος και δια τούτο δεν χρήζει περιγραφής.

Η απόχη σύγκειται από τρία μέρη. Τον κοντόν όστις επιχωρίως λέγεται “άστα” και έχει μήκος ενός και ημίσεως μέτρου, την εις την άκραν της άστας προσηρμοσμένην στεφάνην της απόχης, ήτις λέγεται “βέργα” και σχηματίζεται δια διχαλωτού ξύλου κεκαμμένου και ηνωμένου κατά τα άκρα ώστε να αποτελή κύκλον. Εχει δε η βέργα διάμετρον ενός πήχεως και πλέον. Τρίτον δε και τελευταίον μέρος της απόχης είναι το δίκτυον, όπερ προσαρτάται εις την περιφέρειαν της βέργας, και έχει βάθος ενός και ημίσεως πήχεως και ανάλογον εύρος.

Το κυνήγιον του όρτυγος είναι εύκολον ένεκα της μεγάλης δειλίας του και της μικρής πτήσεώς του. Και όταν μεν κάθηται, συλλαμβάνεται τιθεμένης επ’ αυτού αιφνιδίως και ταχέως της απόχης. Μετά τούτο ο χειριστής πιέζει την “άστα”, ώστε η “βέργα” να εφάπτηται του εδάφους, και καθ΄όλην την περιφέρειάν της, ίνα μη αναλαβόν το πτηνόν εκ της εκπλήξεως διαφύγη της τυχούσης οπής, πιέζων δεν την “άστα” πλησιάζει κατ’ ολίγον και συλλαμβάνει αυτό. Αν όμως ίσταται, τότε το συλλαμβάνει δια περιστροφικής κινήσεως της απόχης και ίνα μη διαφύγη κλίνει ο κυνηγός πλαγίως την απόχην, ώστε το δίκτυον να πέσει προς το εν μέρος της “βέργας” και επομένως να κλείσει την έξοδον. Πολλοί συλλαμβάνουσι αλλεπαλλήλως δύο και τρεις επερχόμενους όρτυγας και έπειται τους εξάγουσι του δικτύου. Αλλοι πάλι είναι τόσον γεγυμνασμένοι, ώστε μόνον εις τον αέρα κυνηγούσιν αναγκάζοντες ει πτήσιν τους καθημένους όρτυγας. Το ανωτέρω περιγραφέν κυνήγιον είνε ταχύτατον και απαιτεί χρόνον ολιγώτερον του απαιτουμένου προς περιγραφήν αυτού. Απόδειξις δε της ταχύτητος ταύτης, ως και του μεγάλου αριθμού των πιπτόντων εν Μάνη ορτύγων είναι ο αριθμός των φονευομένων ή συλλαμβανωμένων εξ αυτών υφ΄ενός κυνηγού κατά το διάστημα μιάς ημέρας. Και των μεν πρώτων είναι το πολύ 120, των δε δευτέρων και 150.

Μεταξύ των κυνηγών καταλέγονται και πολλαί γυναίκες χειριζόμεναι κάλλιστα την απόχην. Το κυνήγιον των ορτύγων εν Μάνη είναι πάνδημον. Κανείς δεν απέχει εκουσίως του αγώνος, διότι κανείς δεν δύναται ν’ αφήση να παρέλθη ανεκμετάλλευτος τοιαύτη ευκαιρία πλουτισμού. Πάντες φροντίζουσι να πλουτίσωσι το οψοφυλάκιον δι’ ογκώδους παρακαταθήκης παστών ορτύγων και το θυλάκιον δια του αντιτίμου των εκποιουμένων. Χάριν μάλιστα μεγαλειτέρας επιτυχίας οι δια της απόχης κυνηγούντες συνεταιρίζονται. Η εταιρία αυτή λέγεται “τραπέλα” και περιλαμβάνει πέντε, δέκα ή δώδεκα κυνηγούς. Οι εταίροι παρατάσσονται εις γραμμήν και τηρούντες μεταξύ των αποστάσεις, επιτρέπουσας τον χειρισμόν της απόχης πλαγίως, βαδίζουσι εκ των χθαμαλών προς τα υψηλότερα εδάφη, ενώ αντιθέτως προς αυτούς κατερχόμενοι παίδες και γυναίκες (μέλη της “τραπέλας”) εκδιώκουσι τους όρτυγας εκ των θέσεών των, οίτινες αφιπτάμενοι εμπίπτουσι εις τας απόχας των κυνηγών. Σημειωτέον δε, ότι οι κόλποι αυτών χρησιμεύουσι αντί κλωβών κατά την διάρκειαν του κυνηγίου. Η έκτασις της ενέργειας της “τραπέλας” περιορίζεται εντός των ορίων του χωριού, όπου έκαστος δύναται να θηρεύει πανταχού, καθώς και εις το κτήμα του συγχωρίου του.

Οι όρτυγες πίπτουσιν αποκλειστικώς με τον βορράν. Εκ τούτου άγεται τις να εικάσει, ότι έρχονται από των βορείων κλιμάτων και μεταναστεύουσι προς μεσημβρίαν, εις ευκρατεστέρας χώρας, διαδηλούντες τοιουτοτρόπως την προσέγγισιν του φθνιπώρου. Ιστανται δε εις τα νότια άκρα, ίνα αναλάβωσι δυνάμεις δια την διάβασιν της Μεσογείου.

Αλλά το περίεργον είνε, πως ενώ έχουσι βραχείαν και βαρείαν πτήσιν, διαπερώσι το αχανές πλάτος της Μεσογείου. Εις τούτο δεν δύναμαι να δώσω καμμίαν λύσιν και αρκούμαι ν’ αναγράψω εκείνην ήν έδωσε η ζωηρά φαντασία του λαού. Λέγεται λοιπόν, ότι ίπτανται υπέρ την θάλασσαν, και όταν κουρασθώσιν, επικάθηνται της επιφανείας της και ανοίγονταν προς τον άνεμον την ετέραν των πτερύγων, εν είδει ιστίου, ταξιδεύουσιν ωθούμενα υπ΄αυτού ως έμψυχα πλοία! Οι όρτυγες πίπτουσι την νύκτα και την άλλην αναχωρούσιν υπ’ άλλων αντικαθιστούμενοι. Τούτο εικάζεται εκ του ότι, αν πέση αιφνιδίως ο βορράς, την επομένην ημέραν δεν ευρίσκεται ουδέ εν εκ των πτηνών αυτών.

Η εξαγωγή των ορτύγων γίνεται για του Γέρο-Λιμένα, του επινείου της Μέσα Μάνης, όπου κυρίως πίπτουσιν ελαττούμενοι βαθμιαίως καθόσον χωρούμεν προς βορράν. Η εξαγωγή κυμαίνεται από έτους εις έτος μεταξύ των 100 και 150 χιλιάδων ζώντων ορτύγων. Γίνεται δε εις διάφορα μέρη της Ελλάδος και εις Μασσαλίαν».

* Πολλά χρόνια μετά το κυνήγι συνεχιζόταν με τον παραδοσιακό τρόπο και αποτελούσε ένα πόρο ζωής για τους κατοίκους σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη οικονομικά. Μια επιστολή στο “Θάρρος” το 1926 (29 Αυγούστου) εξηγεί πως οι κάτοικοι (μικροί και μεγάλοι) με απόχες και φωτιές πιάνουν ορτύκια, θεωρεί ότι είναι παράνομο και ζητάει από το Διοικητή Χωροφυλακής να εκδόσει αυστηρή διαταγή απαγόρευσης. Οχι βέβαια πως είχαν πιάσει οι οικολογικές ευαισθησίες τον επιστολογράφο. Απλώς ο “κυνηγετικός τουρισμός” είχε ξεκινήσει, οι καλαματιανοί κυνηγοί πήγαιναν με πλωτά μέσα στην Κορώνη και οι ντόπιοι επαγγελματίες έκαναν... χρυσές δουλειές. Ολόκληρη η επιστολή: “Τώρα είναι η επόχή των ορτυκιών, εις τα μέρη δε της Κορώνης πίπτουν χιλιάδες κατ΄ έτος, τα οποία οι πέριξ οικούντες καταδιώκουν τη ν νύκτα με απόχες και φωτιές πράγμα το οποίο αυστηρώς απαγορεύει ο νόμος. Παρεκτός όμως τούτου εκατοντάδες χωρικών και παιδιών χωρίς άδειαν κυνηγίου εξέρχονται εις θήραν των πτηνών τούτων. Δεν θα ήτο δίκαιον αλλά και σκόπιμον ο κ. Διοικητής Χωροφυλακής να εκδόση αυστηράν διαταγήν προς τα εκεί αστυνομικάς αρχάς, όπως απαγορευθή η τοιαύτη παράνομος και καταστρεπτική θήρα, αφού τούτο εζήτησε και επιθυμεί και ολόκληρος η Κορώνη, κατανοούσα τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της τοιαύτης θήρας των γύρω χωριών;

Τοιαύτην ευχήν εξέφρασε και ολόκληρος ο Κυνηγετικός Σύνδεσμος Καλαμών, ενδιαφερόμενος δια να μη επέρχωνται τοιαύται μεγάλαι καταστροφαί, εκ του τρόπου καθ’ όν οι εκεί χωρικοί καταδιώκουν τα ορτύκια, και το οποίον άλλως αυστηρώς και ο νόμος απαγορεύει. Αλλως τε και το Δημόσιον ζημιούται πολύ, διότι εάν καταδιωχθούν οι παρανόμως θηρεύοντες θα εξαναγκασθούν να ζητήσουν αδείας κυνηγίου εκ των οποίων το Δημόσιον πολλά θα εισπράξει”.

Κάπως έτσι περάσαμε από την ικανοποίηση των αναγκών (διατροφικών και χρηματικών) των ανθρώπων, στον «κυνηγετικό τουρισμό». Και μπορεί τότε να το έλεγαν «φυσιολατρικό χόμπι» (με σημερινη ορολογία) στη συνέχεια όμως έγινε η πανωλεθρία των ορτυκιών. Κατά κύματα την εποχή των «παχέων αγελάδων» κατέφθαναν στη Μάνη οι ντουφεκοφόροι και δεν άφηναν τίποτε να… πετάξει. Φυτοφάρμακα, κλιματική αλλαγή, επαγγελματικό κυνήγι βορειότερα μείωσαν σημαντικά τα θηράματα. Πλάκωσαν και οι τύποι με τους (απαγορευμένους) «κράχτες» (που παγιδεύουν τα πουλιά)    και… αποτελείωσαν το «χόμπι». Κάτι το ένα, κάτι το άλλο, κάτι η κρίση και οι κάθε είδους θηρευτές μειώνονται με το χρόνο ακολουθώντας την πορεία του πληθυσμού των θηραμάτων. Μέχρι το… τελευταίο ορτύκι.

(Φωτογραφία: Στα τέλη του 19ου αιώνα από το λιμάνι του Γερολιμένα γινόταν εξαγωγή 100 με 150 χιλιάδων ζωντανών ορτυκιών το χρόνο).