Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022 -την τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα- η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία από τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας ανήλθε στα 401 εκατομμύρια ευρώ, ποσοστό 20,1% της συνολικής νομαρχιακής ΑΠΑ, που διαμορφώθηκε στα 1,978 δισ. ευρώ. Καμία άλλη δραστηριότητα δεν προσέφερε μεγαλύτερη συμβολή, γεγονός που δείχνει ότι η οικονομία της Μεσσηνίας στηρίζεται όλο και περισσότερο στην αξία της γης και των κατοικιών.
Μεγάλο μέρος του τουριστικού προϊόντος της περιοχής εδράζεται πλέον στην αγορά κατοικίας. Κάποιοι επιλέγουν πολυτελείς επενδύσεις στην Costa Navarino ή στα παράλια της Μεσσηνίας, ενώ πολλοί άλλοι αγοράζουν ή ανακατασκευάζουν παλιά σπίτια στην Καλαμάτα και τα διαθέτουν στις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η κατοικία λειτουργεί ταυτόχρονα ως επένδυση, πηγή εισοδήματος, αλλά και ως μέσο προσωπικής απόλαυσης ή κοινωνικού κύρους.
Την ίδια στιγμή, στα εκατοντάδες μικρά χωριά της μεσσηνιακής ενδοχώρας χιλιάδες σπίτια μένουν κλειστά. Οι ιδιοκτήτες, συχνά απόγονοι Μεσσήνιων της Αττικής που τα έκτισαν ή τα ανακαίνισαν με νοσταλγία, σήμερα τα πωλούν για να απαλλαγούν από τον ΕΝΦΙΑ και τα αυξημένα έξοδα συντήρησης. Οι νεότερες γενιές δεν έχουν συναισθηματικούς δεσμούς με τον τόπο και βλέπουν την περιουσία ως βάρος ή ως ευκαιρία απόκτησης εισοδήματος που θα καταναλώσουν άμεσα.
Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε μια μεγάλη ανακατανομή ακινήτων: υπερπροσφορά στα μη τουριστικά χωριά, ισχυρή ζήτηση στην Καλαμάτα και στους παραλιακούς οικισμούς. Κάποιοι αγοράζουν για επένδυση, άλλοι πωλούν για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, τα ακίνητα της Μεσσηνίας αλλάζουν χέρια -και μαζί τους μετασχηματίζεται ο οικονομικός και κοινωνικός χάρτης του νομού. Έτσι και αλλιώς τις τελευταίες δεκαετίες κερδισμένοι είναι μόνο οι εισοδηματίες από ακίνητα, ενώ μεγάλοι χαμένοι είναι οι μισθωτοί, που δεν έχουν άλλες πηγές εισοδήματος.